αμυλοσάκχαρο(ν)

αμυλοσάκχαρο(ν)
το глюкоза

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αμυλοσάκχαρο(ν)" в других словарях:

  • αμυλοσάκχαρο — το (amylosugar) γλυκόζη* που παρασκευάζεται (βιομηχανικά) με υδρόλυση τού αμύλου και χρησιμοποιείται ως τρόφιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άμυλο(ν) + σάκχαρο(ν), χρησιμοποιήθηκε δε για πρώτη φορά από τον Ποθητό Ψαρά το 1884] …   Dictionary of Greek

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»